μόρου

μόρου
μόρον
black mulberry
neut gen sg
μόρος
fate
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ALLIRROTHIUS — fil. Neptuni, qui cum Pater a Minerva inventione olcae superatus esset, et proprietate Athenarum excidisset, missu et iussu cius oleam in arce Athenarum cnatam excidere intendit. Sed strictâ securi aberravit, camque cruribus suis tam graviter… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NEMEA — I. NEMEA filia Iovis et Lunae; a qua nomen Argivorum regioni. Alii tamen a pascuis armentorum agri, quae Iunoni sacra essent; vel a Danai liberis, istam sic nominatam volunt. Hinc Ludis appellatio, de quibus mox dicemus. Vide Iul. Caes.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παράτροπος — η, ο / παράτροπος, ον, ΝΑ [παρατρέπω] 1. αυτός που παρεκκλίνει από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, λοξός, πλάγιος, γυρμένος 2. μτφ. αυτός που υπέστη εκτροπή από την ευθεία οδό, παράνομος («εὐναὶ παράτροποι», Πίνδ.) αρχ. παράδοξος, παράξενος,… …   Dictionary of Greek

  • στρήνος — Πόλη της αρχαίας Κρήτης για την οποία δεν έχουμε ιστορικές πληροφορίες και αγνοούμε την ακριβή θέση της. Οι κάτοικοι της ονομάζονταν Στρήνιοι. * * * και στρῑνος, ὁ, ΜΑ, και ως ουδ. στρήνεος, τὸ, Α ακολασία αρχ. 1. υπερηφάνεια, αλαζονεία 2. θερμή… …   Dictionary of Greek

  • κοντραμπάσο ή βαθύχορδο — Έγχορδο μουσικό όργανο, το βαθύτερο σε ήχο και μεγαλύτερο σε διαστάσεις της οικογένειας του βιολιού. Συνήθως έχει τέσσερις χορδές (μι λα ρε σολ) αλλά και τρεις (σολ ρε λα ή σολ ρε σολ ή λα ρε σολ) ή πέντε (ντο μι λα ρε σολ). Λόγω της ιδιαίτερης… …   Dictionary of Greek

  • σουδανικές γλώσσες — Ομάδα αφρικανικών γλωσσών που τις μιλούν πενήντα περίπου εκατομμύρια άνθρωποι. Ο χώρος που καλύπτουν οι γλώσσες αυτές ορίζεται προς τα Β και προς τα Α από τις χαμιτο σημιτικές γλώσσες και προς τα Ν από τις γλώσσες της ομάδας μπαν τού. Σε αντίθεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”